Εξελίξεις στο Ενωσιακό Δίκαιο των Συμβάσεων και της Προστασίας του Καταναλωτή

Οι Οδηγίες (ΕΕ) 2019/770 και 2019/771

ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΕΒΕΡΤΖΗ*

Ο κλονισμός που επέφερε στο συναλλακτικό βίο η πανδημία της COVID-19 ανέδειξε με ένα διαφορετικό τρόπο την κρισιμότητα των διασυνοριακών καταναλωτικών συμβάσεων. Παρά την τεχνολογική εξέλιξη και τη διάδοση της συγκεκριμένης συναλλακτικής πρακτικής, οι στατιστικές καταδεικνύουν ότι μόλις το 10% των εμπόρων λιανικής στην ΕΕ πραγματοποιούν διασυνοριακές πωλήσεις σε καταναλωτές εντός αυτής. Ομοίως, μόλις το 38% των καταναλωτών αισθάνεται εμπιστοσύνη στο να προβεί απευθείας στην προμήθεια καταναλωτικών αγαθών από επιχειρήσεις άλλης χώρας της ΕΕ.[1] Στην προσπάθειά της να αντιστρέψει τις τάσεις αυτές, η ΕΕ προχώρησε την 20η Μαΐου 2019 στη θέσπιση δύο νέων οδηγιών, της Οδηγίας 2019/770 για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, καθώς και της Οδηγίας 2019/771 για την πώληση αγαθών. Οι Οδηγίες πρέπει να ενσωματωθούν στις έννομες τάξεις των κρατών-μελών της Ένωσης ως την 1η Ιουλίου 2021, ώστε να αρχίσουν να εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022 (άρθρο 24 κάθε Οδηγίας). Η θέσπισή τους συνιστά τη σημαντικότερη εξέλιξη στο ενωσιακό δίκαιο των συμβάσεων και της προστασίας του καταναλωτή τις τελευταίες δεκαετίες.

Αμφότερες οι Οδηγίες ρυθμίζουν τις συμβάσεις που συνάπτουν καταναλωτές. Ως καταναλωτής, νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο δρα για σκοπούς εκτός της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Τα νομικά πρόσωπα δεν εμπίπτουν καταρχήν στη ρυθμιστική εμβέλεια των δύο νομοθετημάτων. Τα κράτη-μέλη δύνανται ωστόσο να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των Οδηγιών, ώστε αυτές να εφαρμόζονται και για νομικά πρόσωπα, αλλά και σε συμβάσεις που συνάπτονται για επαγγελματικούς σκοπούς. Συμβατή ίσως με τη στοχοθεσία των νεών ρυθμίσεων θα ήταν η επέκταση των ρυθμίσεων σε μικρές ή(/και) ατομικές επιχειρήσεις και σε νομικά πρόσωπα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (όπως π.χ. μη κυβερνητικές οργανώσεις, επιχειρήσεις τύπου startup κ.ο.κ.).[2] Στο άρθρο 4 κάθε Οδηγίας υιοθετείται ο κανόνας της πλήρους εναρμόνισης, ώστε τα κράτη-μέλη να μη δύνανται να παρεκκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας, θεσπίζοντας είτε αυστηρότερα, είτε ηπιότερα μέτρα για τα σχετικά ζητήματα.

Η Οδηγία 2019/771 για την πώληση αγαθών έρχεται να συμπληρώσει και ολοκληρώσει το ρυθμιστικό πλαίσιο που είχαν καθιερώσει παλαιότερες Οδηγίες. Προβληματικές όπως οι όροι παράδοσης των πωληθέντων αγαθών, οι συμβάσεις εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος, οι απαιτήσεις προσυμβατικής πληροφόρησης και το δικαίωμα υπαναχώρησης, είχαν ήδη πλήρως εναρμονιστεί.[3] Για άλλα όμως ζητήματα είχαν καθιερωθεί ρυθμίσεις ‘’ελάχιστης εναρμόνισης’’, ήτοι κανόνες που κατοχύρωναν μόνο ένα ελάχιστο κοινό επίπεδο προστασίας των συμβαλλομένων. Δια της Οδηγίας καθιερώνονται πλέον ενιαίοι κανόνες σχετικά με τη συμμόρφωση του αντικείμενου της πώλησης με τους όρους της σύμβασης, τόσο υποκειμενικού (ανάλογα με το είδος της σύμβασης), όσο και αντικειμενικού (εφαρμοστέοι σε όλες τις μορφές πωλούμενων αγαθών) χαρακτήρα (άρθρα 6-8). Αντίστοιχοι κανόνες προβλέπονται και σε ό,τι αφορά τους τρόπους αποκατάστασης της έλλειψης συμμόρφωσης, όπου ο καταναλωτής-αγοραστής ενός αγαθού δύναται να επιλέξει μεταξύ του τερματισμού της σύμβασης με τον τρόπο που προβλέπει η Οδηγία, της δυνατότητας μείωσης του τιμήματος και της αποκατάστασης των ελαττωμάτων. Μία ακόμη καινοτομία των νέων διατάξεων, που αξίζει να σταχυολογηθεί, αφορά το βάρος απόδειξης της έλλειψης συμμόρφωσης του αγαθού στη σύμβαση, όταν διαπιστώνεται εντός ενός έτους από την παράδοσή του στον αγοραστή: Σε αυτές τις περιπτώσεις θεωρείται ότι η έλλειψη υφίστατο ήδη κατά το χρόνο αυτό (άρθρο 11).[4]

Η Οδηγία 2019/770 συνιστά ένα από τα πλέον καινοτόμα ενωσιακά νομοθετήματα των τελευταίων ετών και την πρώτη ιστορικά προσπάθεια της Ένωσης να θεσπίσει ενιαίους κανόνες για τη ρύθμιση των καταναλωτικών συμβάσεων με αντικείμενο ψηφιακές παροχές. Οι κανόνες της Οδηγίας τυγχάνουν εφαρμογής για κάθε σύμβαση σχετική με την “προμήθεια” ψηφιακών παροχών. Ο όρος “προμήθεια’’ δεν παραπέμπει σε ορισμένο συγκεκριμένο συμβατικό τύπο. Αντιθέτως, χρησιμοποιείται με ουδέτερο νομικά νόημα, με σκοπό η ρυθμιστική εμβέλεια της Οδηγίας να εγκολπώνεται κάθε μορφή ‘’επώνυμης’’ σύμβασης (λ.χ. πώληση, μίσθωση κ.λπ.), καθώς και τις ‘’μικτοτυπικές’’ συμβάσεις. Για τις έννομες τάξεις των κρατών-μελών του ηπειρωτικού δικαίου τούτο γεννά ενδιαφέροντα – όσο και κρίσιμα – νομικά ζητήματα αναφορικά με το πώς η οριζόντια αυτή ενσωμάτωση των νέων ρυθμίσεων θα συμβιβάζεται με τις παγιωμένες ρυθμίσεις κάθε άλλης .[5] Στην έννοια του ψηφιακού περιεχομένου ανήκουν και τα “αγαθά με ψηφιακά στοιχεία” (άρθρο 2 αριθμ. 3). Πρόκειται για ενσώματα αγαθά η χρησιμότητα και ο οικονομικός σκοπός των οποίων εξικνούνται στην ιδιότητά τους ως φορέων των ψηφιακού περιεχομένου (λ.χ. συσκευές USB, DVD κ.ο.κ.), ήτοι η υλικότητα έχει δευτερεύουσα σημασία, παρακολουθηματική της λειτουργίας τη ψηφιακής παροχής[6]. Αμφιλεγόμενη από δογματική άποψη είναι η διάταξη του άρθρου της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία η Οδηγία εφαρμόζεται και στην περίπτωση που ο καταναλωτής καταβάλλει για την ψηφιακή παροχή όχι χρήματα, αλλά την πρόσβαση σε προσωπικά του δεδομένα (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β’). Η ρύθμιση αποτέλεσε σημείο κριτικής, ήδη κατά το στάδιο της επεξεργασίας της από την Επιτροπή[7], σχετικά με το κατά πόσο η πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα δύναται να έχει το χαρακτήρα συμβατικής αντιπαροχής και κατά πόσο τούτο θα ήταν συμβατό με τη φύση και το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο προστασίας των τελευταίων.

Οι δύο νέες Οδηγίες περιλαμβάνουν εν πολλοίς όμοιες ρυθμίσεις και συμβάλλουν αποφασιστικά στην εναρμόνιση του εφαρμοστέου δικαίου στις καταναλωτικές συμβάσεις εντός της της Ενιαίας Αγοράς. Αξιομνημόνευτη είναι εξάλλου η συμβολή της στη δογματική του δικαίου των συμβάσεων, καθώς για πρώτη φορά τίθενται από τον ενωσιακό νομοθέτη κανόνες που να ρυθμίζουν με ενιαίο τρόπο την προμήθεια ψηφιακών παροχών. Ρυθμίσεις όμως, όπως λ.χ. η δυνατότητα των κρατών-μελών να κατοχυρώνουν το δικαίωμα του αγοραστή να υπαναχωρεί ελεύθερα από τη σύμβαση μόνον αν η έλλειψη συμμόρφωσης καταστεί εμφανής εντός 30 ημερών από την παράδοση του αγαθού, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μερική περιστολή του επιπέδου προστασίας του καταναλωτή σε ευάριθμα κράτη-μέλη.[8] Η ανταπόκριση των εθνικών εννόμων τάξεων στις ανωτέρω προκλήσεις και η πρακτική εφαρμογή των – κρίσιμων για το συναλλακτικό βίο – νέων διατάξεων αναμένεται το κατοπινό χρονικό διάστημα με ιδιαίτατο ενδιαφέρον.

*Λέκτορας,

Τμήμα Νομικής

Σχολής Νομικών, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών

PhilipsUniversity


[1] Βλ. Letten, New Directive on contracts for the sale of goods (εις: lexgo.be).

[2] Πρβλ. Σκέψη του 21 Προοιμίου της Οδηγίας 2019/771 και Σκέψη 16 της Οδηγίας 2019/770.

[3] Βλ. Οδηγία 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ και της οδηγίας 97/7/ΕΚ.

[4] Βλ. Musat, New Perspectives On Sale Of Goods – Maximum Harmonization And Higher Protection Of Consumers Under The Directive (EU) 2019/771 (εις: mondaq.com).

[5] Βλ. Metzger, JZ 2019, 577-586 (584-586).

[6] Αντιθέτως, αντικείμενα που ενσωματώνουν ή συνδέονται με ψηφιακό περιεχόμενο, όντας απαραίτητα για να αναπτύξει τούτο τη λειτουργία του, όπως οι έξυπνες συσκευές (π.χ. smart TV, smartwatch κ.ο.κ.) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2019/771 την πώληση αγαθών (Βλ. Cauffman, MJ 2019, 469-479).

[7] Βλ. Metzger, JZ 2019, 579.

[8] Βλ. Σκέψη 19 του Προοιμίου και άρθρο 3 παρ. 7 της Οδηγίας 2019/771 (πρβλ. Carvalho, EuCML 2019, 194-201, 201).